γνώμονας

γνώμονας
[-ων (-ονος)] ο
1) угломер; 2) угольник; 3) солнечные часы; стрелка солнечных часов; гномон; 4) счётчик (газовый, влектрический и т. п.); 5) руководство, ру- ководящий принцип;

έχω ως ( — или σαν) γνώμονα — руководствоваться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γνώμονας" в других словарях:

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • γνώμονας — ο 1. γεωμετρικό όργανο με το οποίο χαράζουμε ορθές γωνίες και κάθετες γραμμές. 2. όργανο που μετράει γωνίες, γωνιόμετρο. 3. μτφ., αξίωμα, αρχή, κανόνας: Είχε γνώμονα στη ζωή του να βοηθά τους φτωχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνώμονας — γνώμων one that knows masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδί ή γνώμονας — (Μουσ.). Συμβατικά σύμβολα μουσικής γραφής, τα οποία προέρχονται από τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Τα κ. τοποθετούνται πάντα στην αρχή κάθε πενταγράμμου και, ανάλογα με το σχήμα τους και τη γραμμή του πενταγράμμου πάνω στην οποία είναι… …   Dictionary of Greek

  • νόρμα — η 1. μέτρο, κανόνας, γνώμονας 2. πρότυπο 3. αρχή που διέπει τις δραστηριότητες μιας ομάδας ατόμων και κατευθύνει ή ρυθμίζει μία από κοινού αποδεκτή συμπεριφορά τους 4. (βιομ.) το καθορισμένο ελάχιστο υποχρεωτικό όριο απόδοσης τών εργαζομένων στην …   Dictionary of Greek

  • οπλογνώμονας — ο στρ. στρατιωτικός εμπειρογνώμονας για τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπλο + γνώμονας (< γιγνώσκω), πρβλ. πραγματο γνώμονας] …   Dictionary of Greek

  • πραγματογνώμονας — ο, η, Ν (νομ.) τρίτο πρόσωπο, ειδικός, επιστήμονας ή τεχνικός, στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από έρευνα, για ένα ζήτημα που έχει σχέση με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι… …   Dictionary of Greek

  • SYENE — vulgo Asna, teste Io. Leone, urbs Aegypti extrema, in Aethiopiae consinio ad Nilum, olim Romani Imperii, sient et nunc Turcici, terminus, inter Alexandtiam Aegypti ad Arctos 570. et Meroen ad Austrum 962. mill. pasl. reste Pliniô, l. 2. c. 73.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • γνώμων — (Αστρον.).Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού. Είναι κυρίως γνωστός με την ονομασία Νόρμα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Σκορπιό, Θήριο, Διαβήτη, Νότιο Τρίγωνο και Βωμό και αποτελείται από 27 αστέρια που διακρίνονται με γυμνό μάτι.… …   Dictionary of Greek

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»